ξεπάγιασμα

ξεπάγιασμα
τό
1) замораживание; 2) замерзание; окоченение (конечностей); 3) вымерзание (растений); 4) πλ. обмороженные, отмороженные места

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεπάγιασμα" в других словарях:

  • ξεπάγιασμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω: Τι ξεπάγιασμα είναι τούτο; 2. στον πληθ., ξεπαγιάσματα το πάγωμα, αλλ. χιονίστρες: Έχω ξεπαγιάσματα στα πόδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπάγιασμα — το [ξεπανιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο 2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο 3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματα τα χείμετλα, οι χιονίστρες …   Dictionary of Greek

  • μάλκη — μάλκη, ἡ (Α) 1. η νάρκη, το μούδιασμα που προκαλείται στα μέλη τού σώματος λόγω υπερβολικού ψύχους 2. χιονίστρα, κρυοπάγημα, ξεπάγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το μαλακός* προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες] …   Dictionary of Greek

  • μάργωμα — (I) το, και μαργωμάδα, η [μαργώνω (I)] μούδιασμα, νάρκη που προκαλείται από το ψύχος, ξεπάγιασμα. (II) το [μαργώνω (II)] φθινοπωρινή γεωργική εργασία με την οποία εμπλουτίζεται το χώμα με την προσθήκη και ανάμιξη μάργας …   Dictionary of Greek

  • κρυοπάγημα — το, ατος η νέκρωση των άκρων του ανθρώπινου σώματος, ξεπάγιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάργωμα — το, ατος το κρύωμα, το πάγωμα, το ξεπάγιασμα, το μούδιασμα από το κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»